- καλόρχεται
- (απρόσ. ρ.) (πάντοτε προτάσσεται η γεν. μιας προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς)1. ταιριάζει, προσαρμόζεται ακριβώς, τελείως («δεν τής καλόρχεται το νέο φόρεμα»)2. μτφ. είναι κάτι ευχάριστο, ευπρόσδεκτο, συμφέρει, είναι βολικό («τού καλόρθε που τού είπαν πως θα τόν κάνουν αρχηγό τους»).
Dictionary of Greek. 2013.