καλόρχεται

καλόρχεται
(απρόσ. ρ.) (πάντοτε προτάσσεται η γεν. μιας προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς)
1. ταιριάζει, προσαρμόζεται ακριβώς, τελείως («δεν τής καλόρχεται το νέο φόρεμα»)
2. μτφ. είναι κάτι ευχάριστο, ευπρόσδεκτο, συμφέρει, είναι βολικό («τού καλόρθε που τού είπαν πως θα τόν κάνουν αρχηγό τους»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλόρχεται — και καλοέρχεται καλόρθε και καλοήρθε, ρ. απρόσ. 1. προσαρμόζεται καλά: Δε μου καλόρχεται αυτό το κοστούμι. 2. είναι ευχάριστο, αρεστό: Μου καλόρθε το νέο επίδομα που μας έδωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”